- Ἐνάρεες
- ἘνάρεεςἘναρέηςmasc voc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Ἐνάρεες — Ἐναρέης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ενάρεες ή Ενάριες — Σκυθικός πολεμικός λαός. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, στους Ε. αποδίδεται η κατηγορία της ιεροσυλίας του ναού της Αφροδίτης Ουρανίας. Η πράξη αυτή προκάλεσε την οργή της θεάς, η οποία τους τιμώρησε με τη λεγόμενη θήλειαν νόσον, ενώ… … Dictionary of Greek